- κακοδία
- κᾰκοδία, ἡ, opp. εὐοδία,A = κακὴ ὁδός, Et.Gud.App.672.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακοδία — κακοδία, ἡ (Α) η κακή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οδία (< οδος < ὁδός), πρβλ. πολυ οδία] … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek